- ελεγειογράφος
- ο пишущий элегии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεγειογράφος — ο (AM ἐλεγειογράφος) αυτός που συνθέτει ελεγείες … Dictionary of Greek
ελεγειογράφος — ο ποιητής που γράφει ελεγείες, ελεγειοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεγειογράφοις — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειογράφον — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειογράφου — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειογράφων — ἐλεγειογράφος writer of elegies masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή … Dictionary of Greek
ελεγειοποιός — ἐλεγειοποιός, ο (Α) ο ελεγειογράφος … Dictionary of Greek
Κριναγόρας — (1ος αι. π.Χ.). Λέσβιος ελεγειογράφος. Είχε σταλεί στη Ρώμη ως πρεσβευτής της πατρίδας του. Έγραψε πολλά επιγράμματα, δείγματα από τα οποία υπάρχουν στην Παλατινή Ανθολογία … Dictionary of Greek
ελεγειοποιός — ο ο ελεγειογράφος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)